προκυρώ

προκυρώ
-όω, Α
(συν. το μέσ. και παθ.) προκυροῡμαι
επικυρώνομαι προηγουμένως («διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῡ Θεοῡ εἰς Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κυρῶ «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”